κοιμηντήριον

κοιμηντήριον
κοιμηντήριον, τὸ (Μ)
βλ. κοιμητήρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοιμητήρι — και κοιμητήριο(ν), το (AM κοιμητήριον, Μ και κοιμηντήριον και κοιμητήρι και κοιμητήριν) [κοιμώμαι] το νεκροταφείο|| μσν. τάφος, μνήμα αρχ. τόπος για ύπνο, υπνωτήριο, κοιτώνας, υπνοδωμάτιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”